- πτενός
- -ή, -όν, Μβλ. φτενός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φτενός — Μικρό νησί στα Δωδεκάνησα. Ανήκει στη συστάδα Κουνούπια. Βρίσκεται κοντά στην Αστυπάλαια. * * * ή, ό / πτενός, ή, όν, ΝΜ λεπτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτενός «διαφανής» (< πτενόν «φτερό»)] … Dictionary of Greek